πρωκτορραγία

πρωκτορραγία
η, Ν
ιατρ. αιμορραγία τού πρωκτού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωκτός + -ρραγία (< -ρρα-γής < θ. ραγ- τού ῥήγνυμι «σπάζω»), πρβλ. μητρο-ρραγία. Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στο Γαλλοελληνικόν Λεξικόν τών Μ. Γ. Σχινά και Ι. Ν. Λεβαδέως].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”